-
1 ξύλο
ξύλο το1) дерево (материал);ΦΡ.Τίμιο Ξύλο το — Честной Животворящий Крест Господень;2) деревянное било, используемое в монастырях наряду с колоколами, см. τάλαντο ;3) длинный шест со свечкой на конце, использующийся в афонских монастырях для возжигания свеч на паникадиле и хоросе -
2 ξύλο(ν)
τό1) дерево, лес (материал); 2) деревяшка; палка; деревянный брус(ок); 3) πλ. дрова; 4) πλ. рога (животных);§ τό ξύλον της γνώσεως — древо познания;
δίνω ξύλο — избивать;
τρώγω ξύλο — быть избитым; — отведать берёзовой каши (разг);
σκοτώνω ( — или σπάζω, τσακίζω) κάποιον στο ξύλο — избивать кого-л. до полусмерти
-
3 ξύλο(ν)
τό1) дерево, лес (материал); 2) деревяшка; палка; деревянный брус(ок); 3) πλ. дрова; 4) πλ. рога (животных);§ τό ξύλον της γνώσεως — древо познания;
δίνω ξύλο — избивать;
τρώγω ξύλο — быть избитым; — отведать берёзовой каши (разг);
σκοτώνω ( — или σπάζω, τσακίζω) κάποιον στο ξύλο — избивать кого-л. до полусмерти
-
4 ξύλο-
первая часть сложных слов, означ. деревянный; связанный с деревом -
5 ξύλο
[ксило] ουσ. о. дерево, оесΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξύλο
-
6 ξύλο
[ксило] ουσ ο дерево, оес. (материал), палочный удар, побои. -
7 Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο
• Без наук как без рук• Человек неученый – что топор неточеныйИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Неграмотный человек – дерево неотёсанное• Невежда – дубина стоеросоваяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο
-
8 Απ' το ίδιο ξύλο και σταυρό και φτυάρι
• Из одного теста слеплены• Из одного металла льют медаль за бой, медаль за трудИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' το ίδιο ξύλο και σταυρό και φτυάρι
-
9 ξυλοκοπεω
-
10 ξυλοκοπια
-
11 ξυλοκοπος
-
12 ξυλοφανης
-
13 ξυλοφθορος
-
14 ξυλοφορεω
-
15 ξυλοφορια
-
16 ξυλοχιζομαι
-
17 άκρη
η1) конец, край;άκρη του πόταμου (της θάλασσας) — берег реки (моря);
άκρη του μανικιού — обшлаг;
απ· τη μιά άκρη ως την άλλη — от одного конца до другого;
απ· άκρη σ· άκρη — от края до края;
στην άκρη τού χωρίου — на краю села;
στην άκρη τού δάσους — на опушке леса;
στην άκρη τού κόσμου — на краю света;
άκρη-άκρη по самому краю;2) мыс (часть суши); 3) место, находящееся в стороне, в отдалении;κάθισε στην άκρη — а) сядь в сторонку; — б) не вмешивайся;
4) отдалённое место, окраина;κάθομαι στην άκρη της πόλης — жить на окраине города;
κάθομαι στην άκρη τού κόσμου — жить очень далеко;
5) кусок, клочок;έχει μιά άκρη τόπο — у него клочок земли;
6) краюшка;μιά άκρη από το ψωμί — краюшка хлеба;
§ μέσες άκρες — а) неполно; — б) несвязно;
τα ξέρω μέσες άκρες — я знаю об этом недостаточно;
τα λέει μέσες άκρες — он говорит об этом несвязно;
άκρη δε βρίσκες — не поймёшь;
επιτέλους βρήκαμε την άκρ — наконец разобрались;
ο, τι βγάλει η άκρη — а) независимо от исхода; — б) пусть будет, что будет;
τό ξύλο — или τό ραβδί έχει δυό άκρες — погов, палка о двух концах
-
18 αλανιάζω
-
19 αλλάζω
(αόρ. άλλαξα, παθ. αόρ. αλλάχτηκα, μτχ. ηρκ. αλλαγμένος и αλλασμένος) 1. μετ.1) менять, изменять;αλλάζω φύλλο ( — или τό χαβά) — менять тактику, поведение;
αλλάζω την έννοια — извращать смысл;
αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать; — изменить мнение;
αυτό δεν αλλάζει την υπόθεση — это не меняет дела;
2) менять, сменять, переменять;αλλάζω τον αέρα — сменить, переменить климат;
αλλάζω επάγγελμα — сменить квалификацию, переквалифицироваться;
αλλάζω θέση — менять место, пересаживаться;
αλλάζω σπίτι — переезжать на другую квартиру;
γυναίκα (άνδρα) — сменить жену (мужа);αλλάζω ρούχα — сменить одежду, переодеться;
αλλάζω ασπρόρουχα — менять нижнее бельё;
αλλάζω τό μωρό — перепеленать ребёнка;
αλλάζω την πληγή — делать перевязку;
τό μωρό αλλάζει δόντια — у младенца меняются зубы;
αλλάζω δόντια — протезировать зубы;
άλλαξαν τ· άλογα τους они поменялись конями;3) менять, разменивать (деньги); άλλαξε μου ένα εκατοστάρικο разменяй мне сто драхм; 4) пересаживаться, делать пересадку;αλλάζω τραίνο — пересесть на другой поезд;
§ του άλλαξε τον αδόξαστο στο ξύλο он его здорово избил;του άλλαξε τον αδόξαστο στη δουλιά он его за- ставил работать до седьмого пота; 2. αμετ. 1) меняться, измениться;αλλάζω προς — то καλλίτερο — меняться к лучшему;
αλλάζω έκφραση — меняться в лице;
άλλαξαν οι καιροί времени изменились, времена не те;2) сменяться, заменяться;αλλάζει η κυβέρνηση — сменяется правительство;
3) переодеваться; менять бельё;πρέπει να αλλάξω — мне нужно переодеться; — мне нужно сменить бельё;
§ αυτό αλλάζεν απροσ — другое дело;
αν είναι όπως το λες, τότε αλλάζει — если это так, тогда другое дело;
άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα αλλοιώς погов. ничего не изменилось, всё осталось по-прежнему; ≈ перевеска порток на другой гвоздок;ο λύκος κι· αν εγέρασε κν· άλλαξε το μαλλί του ούτε την γνώμην άλλαξε ούτε και την βουλή του (или την κεφαλή του) погов, волк каждый год линяет, да обычай не меняет -
20 αλωνίζω
1. μετ.1) молотить, обмолачивать; 2) перен. разгонять, рассеивать; 3) перен. бить, молотить, колотить;αλωνίζω στο ξύλο — отколотить, измолотить палкой;
2. αμετ.1) слоняться, бродить, шататься без дела; 2) действовать бесконтрольно, хозяйничать
См. также в других словарях:
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξύλο — το 1. το μέρος του δέντρου κάτω από τη φλούδα του. 2. κομμάτι από κομμένο δέντρο. 3. κούτσουρο, ύλη για κάψιμο. 4. μτφ., ξυλοκόπημα, δαρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελίνης, ξύλο — Σκληρό και ελαστικό κόκκινο ξύλο του δέντρου που είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ανδίρα η ανάκανθος, το οποίο φυτρώνει στη Νότια Αμερική. Το ξύλο αυτό είναι πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία … Dictionary of Greek
αιματόξυλο ή καμπεχιανό ξύλο — Κεντρικό μέρος του κορμού από το δέντρο της Κεντρικής Αμερικής και των Αντιλλών α. το καμπεχιανό (οικογένεια ελλοβοκάρπων, δικοτυλήδονα), από το οποίο παρασκευάζεται η αιματοξυλίνη. Η ουσία αυτή χρησιμεύει για το βάψιμο επιστημονικών… … Dictionary of Greek
ξυλιάζω — [ξύλο] 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο») 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη») 3. ξυλοκοπώ, δέρνω … Dictionary of Greek
παλίσσανδρο — Ξύλο από εξωτικά φυτά, πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία. Το γνωστότερο είναι το π. της Βραζιλίας, ξύλο, βαρύ, σκληρό σε διάφορα χρώματα, κυρίως σοκολατόχρωμο, γκρίζο, ακόμα και μαυροκόκκινο, και το π. της Ονδούρας, που αν και έχει πολύ χοντρές ίνες … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek